-
1 ποῖος
ποῖος, ποία, ποῖον, in ion. Prosa κοῖος, κοίη, κοῖον (vgl. ΠΟΣ), wie beschaffen? welch einer? was für einer? das lat. qualis? bei Hom. häufig π οῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, u. ποῖον τὸν μῦϑον ἔειπες, was sprachst du da für ein Wort, gew. mit dem Nebenbegriffe staunender Entrüstung, mehr Ausruf als eigtl. Frage; auch ποῖον ἔειπες, Il. 13, 824 u. sonst, wie ποῖον ἔρεξας, 23, 570; ποίης δ' ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης, Od. 1, 406; ποίαν γαῖαν, Pind. P. 4, 97; ποίαις τύχαις, N. 1, 61; ποίῳ τρόπῳ, Aesch. Prom. 765; ποίῳ μόρῳ δὲ τούςδε φὴς ὀλωλέναι; Pers. 438, u. öfter; ἔστιν δὲ ποῖον τοὔπος; Soph. O. R. 89; Eur., Ar. u. in Prosa; mit dem Artikel, τὸν ποῖον; Soph. Phil. 1213; τὸ ποῖον; τὰ ποῖα; O. R. 120 Trach. 78; auch τὰ ποῖα ταῦτα, O. R. 291 u. öfter; vgl. Pors. Eur. Phoen. 719. 892; Elmsl. Ar. Ach. 418. 974 Nubb. 1270; Plat. Theaet. 147 d Soph. 220 e u. öfter, wie τὰ ποῖα δὴ λέγεις, Phil. 13 d, auch τὰ ποῖα δὴ ταῠτα λέγεις; Phaed. 81 e; ὑπὲρ τοῦ ποίου τινὸς δεδιέναι, 78 b; oft mit τίς, was für einer, wie ποῖόν τινα οἴει καρπὸν ϑερίζειν; Phaedr. 260 c. – Gehäuft, ποίαν χρὴ ποίῳ ἀνδρὶ συνοῠσαν ὡς ἀρίστους παῖδας τίκτειν, Theaet. 149 d. – Auch in indirecter Frage, καὶ σὸν διδάξω πατέρα, ποῖα χρὴ λέγειν, Aesch. Suppl. 514; Folgende. – Wie οἷος c. inf. vrbdn, ποῖοί κ' εἶτ' Ὀδυσῆϊ ἀμυνέμεν, Od. 21, 195, s. οἷος. – [Erst sehr späte Dichter brauchen die letzte Sylbe des fem. zuweilen kurz, also ποῖα, s. Jac. A. P. LXV. – Die erste Sylbe wird aber auch bei att. Dichtern nicht selten kurz gebraucht.]
См. также в других словарях:
ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… … Dictionary of Greek